Σπίτι Καραϊσκάκη – Κιόνι

 Το σπίτι όπου έζησε ως το 1821 ο ήρωας της Επανάστασης.

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ (ΟΚΤΩΒΡΗΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1823)

Στην επαναστατική καθόλα δράση του Γεωργίου Καραϊσκάκη κατά τον αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και της Εθνικής μας Αποκατάστασης, η περίοδος 1822-1824 συνιστά, κατά τη γνώμη μας, μια κατ’ εξοχήν σημαντική και άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική περίοδο. Ενταγμένος αρχικά και νεαρότατος στην υπηρεσία του Αλί-πασά των Ιωαννίνων, στο πολεμικό-στρατιωτικό σχολείο του οποίου πήρε τα πρώτα, επί του προκειμένου, μαθήματα, ανέβηκε, έπειτα από το θάνατό του, ως Κλέφτης στην περιοχή των Αγράφων και πήρε ενεργό μέρος στη μάχη στο Κομπότι, όπου και τραυματίστηκε, και μάλιστα στη μάχη στον Αϊ-Βλάσση, στην περιοχή του Σοβολάκου τον Φλεβάρη του 1823 καταπολεμώντας με επιτυχία τον Ομέρ Βρυώνη και τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις του, και αποτρέποντάς τον, κατά την διάλυση της πολιορκίας του Μεσολογγίου, να περάσει τον Αχελώο και δια μέσου των Αγράφων να φτάσει στη Λάρισα, όταν και «κατεστάθη αυτοχειροτόνητος καπιτάνος» και πληρεξούσιος κυρίαρχος των Αγράφων .

Από τότε άρχισε σταδιακά να αναπτύσσει και να ξεδιπλώνει τις επαναστατικές του δραστηριότητες με κορύφωσή τους την Αρχιστρατηγία της Στερεάς Ελλάδας, όταν και κατέδειξε τη μεγάλη και ασύγκριτη, για τα δεδομένα της Επανάστασης, καταγραφόμενη από όλες τις πηγές, στρατηγική ιδιοφυΐα του. Αυτής τεκμήριο ιδιαίτερο συνιστά η σύλληψη από αυτόν και η εκτέλεση του στρατηγικού του σχεδίου με το οποίο αποσκοπούσε στην αποκοπή των δυνάμεων του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη των Αθηνών, από τη δυνατότητα ανεφοδιασμού τους σε πολεμικά εφόδια και τρόφιμα από τη Θεσσαλία και την Εύβοια, μετατρέποντάς τον από πολιορκητή σε πολιορκούμενο και αναζωπυρώνοντας την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά με νικηφόρες κατά των Τούρκων μάχες και αλλαχού, αλλά προ πάντων στο Δίστομο και στην Αράχωβα .

Στα επαναστατικά χρόνια, όταν από απλός κλεφταρματωλός αναδείχθηκε και καταξιώθηκε Αρχιστράτηγος, ο Γ. Καραϊσκάκης ζυμώθηκε, πλάστηκε και ωρίμασε μέσα στη φωτιά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και μέσα σε αυτά τα χρόνια «ο χαρακτήρ και η δεξιότης διεμορφώθησαν» και «δια της βαθμιαίας επενεργείας της επαναστάσεως εν τω μέσω αυτής και μετ’ αυτής συνηύξησαν και συνετελέσθησαν» δια να δύναται «να θεωρηθή δημιούργημά της και το ακριβέστερον αυτής απεικόνιμα». Ομολογείται από πηγές αλλά και νεωτέρους που ασχολήθηκαν με τον άνδρα, ως «το γνησιώτερον τέκνον της Ελληνικής Επαναστάσεως» και το «γνησιώτερον προϊόν της» , το «φόβητρον των Τούρκων και το αιώνιον καύχημα της Ελλάδος» «η επικωτέρα και μάλλον γοητεύουσα την φαντασίαν φυσιογνωμία μεταξύ των συγχρόνων της των κυριαρχουσών του ιερού αγώνος» και «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης».

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, όντας κυρίαρχος των Αγράφων, κατά τον Μάη 1823 διαπίστωσε ότι είχε προσβληθεί από φυματίωση και ότι, κατά την ομολογία βιογράφων του «υπέπεσεν εις ασθένειαν πολυπαθή και θανάσιμον…». Επειδή δε «είχεν υπερισχύσει ικανώς το κυριεύον αυτόν πάθος του στήθους» και «το χρόνιον νόσημα εκ διαλειμμάτων δυνάμενον ηνάγκαζον αυτόν να διατελεί κλινήρης», απεφάσισε να ενδιαφερθεί για την αποκατάσταση της υγείας του, ο φοβερός κλονισμός της οποίας ήταν αξεπέραστο κώλυμα των επαναστατικών δραστηριοτήτων του, τόσο περισσότερο μάλιστα γιατί η σχεδόν αδράνεια στην οποία είχε περιπέσει από την αρρώστια του επιδρούσε καταλυτικά και στην όλη ψυχοσύνθεσή του. Ομολογούσε ότι «ώστε οπού αι δυνάμεις μου όλαι απενεκρώθησαν και τολμώ ειπείν ότι πνέω τα λοίσθια» και «εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκομαι εις μόνον κύριος οίδεν». Παρά ταύτα και αν και βρισκόταν, όπως ομολογούσε, σε απόγνωση από την αρρώστια του δεν έπαυε να ομολογεί επίσης «από το να κάμνω εκείνο το χρέος το οποίον απαιτεί η χριστιανοσύνη» αδιαφορώντας για τις εναντίον του κατηγορίες και πασχίζοντας να ανοίξει δίοδο θεραπείας του από το αδιέξοδο, στο οποίο βρισκόταν. Επειγόταν γι’ αυτό να βρει τρόπους γρήγορης θεραπείας του. Αρχικά σκέφτηκε να απευθυνθεί σε γιατρούς στη Λάρισα ή στα Τρίκαλα, αλλά έκρινε ότι στις πόλεις αυτές υπήρχαν θανάσιμοι εχθροί του, που θα ματαίωναν κάθε απόπειρα των εκεί γιατρών να φτάσουν στα Άγραφα για να τον εξετάσουν, ενώ, εξ’ άλλου, θεωρούσε ότι και οι ίδιοι αυτοί γιατροί θα φοβόντουσαν να τον επισκεφθούν. Κατά την ομολογία του «εν απογνώσει γενόμενος» προσέτρεξε στον φίλο «κουμπάρο» κι «αδελφό» του «σιόρ Φωκά» στο χωριό Κιόνι της Ιθάκης, ζητώντας του να τον πληροφορήσει αν θα μπορούσε να πάει στο νησί για να θεραπευθεί, μένοντας σ’ αυτό μερικές μέρες, και τον τρόπο με τον οποίο θα πήγαινε εκεί, αφού εξετάσει σχετικά και «το κουβέρνο» και «τα πάντα», στην περίπτωση δε που ήταν αδύνατο να πάει την Ιθάκη «και είναι πεπρωμένον να δώσω το κοινόν τέλος της ζωής μου αδίκως» του ζητούσε να του βρει «έμπειρον ιατρόν» να του τον στείλει και, αν και «αυτό ήταν αδύνατον» τον παρακαλούσε «ακροάσου την περιγραφήν της ασθενείας μου και στείλε μου εκείνα τα αναγκαία ιατρικά, όπου ανήκουν εις την ασθένειάν μου και τα μεταχειρίζομαι μόνος μου» .

Σαφώς, από όσα επακολούθησαν, φαίνεται πως ο Καραϊσκάκης πήρε θετική απάντηση από τον «σιόρ Φωκά Παΐση» ο οποίος και τον πληροφόρησε ότι είναι δυνατή η μετάβασή του στην Ιθάκη για λίγες μέρες, γι’ αυτό και σε συνέχεια αποφάσισε να μεταβεί στο νησί, να επισκεφθεί έμπειρο γιατρό για να του καθορίσει θεραπευτική αγωγή για την αρρώστια του, τόσο περισσότερο όσο «είχεν υπερισχύσει το κυριεύον αυτόν πάθος του. Πρώτος σταθμός μετά την αναχώρησή του από τα Άγραφα προς Κεφαλλονια και Ιθάκη υπήρξε το Μοναστήρι της Παναγιάς της Προυσσιώτισσας όπου, κατά τις σχετικές μαρτυρίες, φιλοξενήθηκε από τον Αύγουστο έως και τον Σεπτέμβρη 1823. Στο μοναστήρι έφθασε ο Καραϊσκάκης, κατά τη σχετική μαρτυρία «βαρειά άρρωστος και σηκωτός σε ξυλοκρέβατο». Αφού δε παρέμεινε σε αυτό μερικές βδομάδες, τελικά αναχώρησε για την Ιθάκη για να συμβουλευτεί έμπειρο γιατρό για την αρρώστια του. Το ξεκίνημά του για το νησί θα άρχιζε από τα δυτικά Ακαρνανικά παράλια, στα οποία φαίνεται ότι είχε φθάσει περί τα μέσα Οκτώβρη 1823 και από τα οποία θα κατευθυνόταν προς την Ιθάκη. Αυτήν, κατά σχετικές μαρτυρίες είχε καθορίσει ως βασικό προορισμό του και στο χωριό Κιόνι ήταν ο «κουμπάρος» και «αδελφός» του «σιόρ Φωκάς Παΐσης». Πριν όμως ξεκινήσει για την Ιθάκη και ενώ από τα Άγραφα μεταφερόταν «από τα παληκάρια του» σε φορείο, όταν έφθασαν στα Ακαρνανικά βουνά, όπου και διανυκτέρευσαν, αντιμετώπισαν με επιτυχία τουρκικό καραβάνι που ερχόταν από την Άρτα με κατεύθυνση το Μεσολόγγι, το οποίο είχε στρατοπεδεύσει σε μικρή απόσταση από αυτούς. Την επομένη της νικηφόρας αυτής σύγκρουσης των στρατιωτών του Καραϊσκάκη με τους στρατιώτες του τουρκικού καραβανιού, αυτοί, ασφαλείς πλέον, μετέφεραν τον Καραϊσκάκη στο μικρό λιμάνι Κανδήλα από όπου ξεκίνησε για την Ιθάκη.

Το καΐκι που τον μετέφερε προσέγγισε αρχικά στο μικρό νησί Κάλαμος το οποίο ανήκε διοικητικά στην αγγλοκρατούμενη Ιθάκη και όπου ο Καραϊσκάκης είχε εγκαταστήσει την οικογένειά του για ασφάλεια. Όμως οι αγγλικές αρχές στον Κάλαμο δεν του επέτρεψαν να αποβιβαστεί, τον παρέπεμψαν δε στην Ιθάκη, όπου όμως, και οι εκεί αγγλικές αρχές εκ νέου δεν του επέτρεψαν να αποβιβαστεί και τον παρέπεμψαν στις αγγλικές αρχές στο Αργοστόλι. Στην Ιθάκη, το καΐκι που τον μετέφερε προσέγγισε στο Κιόνι όπου έμενε «ο κουμπάρος» και «αδελφός» του «σιόρ Φωκάς» με τον οποίο φαίνεται ότι συναντήθηκε και από τον οποίο πήρε συστατικά γράμματα προς τους φίλους του στο Αργοστόλι με τα οποία τους καλούσε να τον εξυπηρετήσουν. Από το Κιόνι της Ιθάκης, το καΐκι με τον Καραϊσκάκη αναχώρησε για το Αργοστόλι, όπου και έφθασε στις 22 Οκτώβρη 1823 όταν και «δι’ υποψίαν πανώλους» μπήκε στο Λαζαρέτο-Λοιμοκαθαρτήριο της πόλης προς εξέταση και κάθαρση. Από εκεί ο Καραϊσκάκης έστειλε αμέσως γράμμα στον «σιόρ Φωκά» γνωστοποιώντας του ότι οι φίλοι του τον υποδέχθηκαν «όπως τους έγραψες» συνάμα ευχαριστώντας τον δια «την υπερτάτην Διοίκησιν και τους εδώ ευεργέτας και φίλους μου» και ζητώντας του «να κοπιάση» στο Αργοστόλι και «να σταθή μια-δυο μέρες» .

Την παρουσία του Καραϊσκάκη στο Αργοστόλι και την είσοδό του στο Λαζαρέτο πληροφορήθηκε και ο Αλ. Μαυροκορδάτος από γράμμα σε αυτόν του Πραίδη ο οποίος, τότε, βρισκόταν στο Αργοστόλι για να συναντήσει τον λόρδο Βύρωνα και να του επιδώσει γράμμα προσκλητήριο των Υδραίων. Στο Αργοστόλι ο Καραϊσκάκης έμεινε περίπου ένα δίμηνο και σύμφωνα με τις έως σήμερα έρευνές μου ανέπτυξε τις παρακάτω δραστηριότητες και ενέργειες:

–           Επισκέφθηκε έμπειρους γιατρούς για να τον εξετάσουν και να του καθορίσουν την απαραίτητη για την αρρώστια του, τη φυματίωση, θεραπευτική αγωγή. Ποιούς γιατρούς επισκέφθηκε δεν μπορέσαμε, μέχρι σήμερα, να επισημάνουμε ούτε και τις σχετικές θεραπευτικές συμβουλές και οδηγίες που του έδωσαν. Θεωρούμε ότι θα πήρε οδηγίες γενικές από τον «σιορ Φωκά» όταν προσέγγισε στο Κιόνι, που φαίνεται ότι ήταν γιατρός, καθώς και από γιατρούς στο Αργοστόλι που του υπέδειξε ο «κουμπάρος» του, και από τον Γερμανό Julius Millingen, που ήταν γιατρός συνδέθηκε μαζί του και μαζί ξεκίνησαν από το Αργοστόλι για την Στερεά, και ο οποίος στο βιβλίο του παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τους σκοπούς, τα σχέδια, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Καραϊσκάκη . Κατά σχετική μαρτυρία οι γιατροί που τον εξέτασαν βρήκαν το πάθος του αγιάτρευτο και τον συμβούλεψαν να παρατήσει τη ζωή που έκανε, να αποτραβηχτεί από όλα και «να ραχαιτέψει». Άλλη μαρτυρία καταγράφει ότι «οι γιατροί, αφ’ ου εδοκίμασαν το πάθος του, δεν του έδωκαν ελπίδα ζωής, αυτός μην υποφέρων την εις τας νήσους διατριβήν και ων φύσεως ανήσυχος, εξήλθεν πάλιν εις Μεσολόγγιον και εζήτει να διακριθεί αρχηγός των όπλων της επαρχίας Αγράφων». Τρίτη μαρτυρία επισημαίνει ότι «οι εν Ιθάκη ιατροί εξετάσαντες το πάθος του ανδρός ολίγας ως φαίνεται έδωκαν αυτώ ζωής ελπίδας. Αλλ’ αυτός είτε μη πιστεύων πολύ εις τας των Ασκληπιάδων προρρήσεις, είτε μη υποφέρων την αργίαν, κατήλθεν αύθις, άμα αναλαβών οπωσούν τας δυνάμεις, εις το στάδιον του αγώνος.

–           Επισκέφθηκε κατά την διαμονήν του στο Αργοστόλι και «ταις φαμελιαίς Στορνάρη» οι οποίες, φεύγοντας τους καταδιωγμούς του αντιπάλου τους Ράγκου είχαν καταφύγει στην Κεφαλλονιά για ασφάλεια, και οι οποίες τότε, ενεπλάκησαν στην αντιζηλία και αντιπαράθεση δυο πολιτικο-κοινωνικών παραγόντων της αγγλοκρατούμενης Κεφαλλονιάς, του τότε επάρχου Π. Καρύδη και του μέλους του Συμβουλίου και φίλου του Αλεξ. Μαυροκορδάτου, Δημ. Δελλαδέτσιμα. Ο Καραϊσκάκης, φθάνοντας στο σπίτι στο οποίο «οι φαμελιές Στορνάρη» είχαν περιοριστεί, και με φρουρούς στην πόρτα από τον Δημ. Δελλαδέτσιμα -πιθανόν, για να ευχαριστήσει τον φίλο του Αλεξ. Μαυροκορδάτο ο οποίος βρισκόταν σε αντίθεση με τους Στορναραίους-, πληροφορήθηκε από αυτές τη δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιπέσει, συναντήθηκε σε συνέχεια με τον Δημ. Δελλαδέτσιμα, διαμαρτυρήθηκε έντονα σ’ αυτόν για την δυσχερή θέση στην οποία είχε καταδικάσει «ταις φαμελιαίς» και απείλησε να τον καταγγείλει στις αγγλικές του νησιού αρχές για την ανοίκεια και απρεπή συμπεριφορά του. Ο Δημ. Δελλαδέτσιμας, φαίνεται ότι φοβήθηκε από την έντονη του Καραϊσκάκη διαμαρτυρία, προσπάθησε να τον κερδίσει και τελικά του υποσχέθηκε «από το σπήτι να τραβήξη χέρι» έναντι της φιλίας του. Κατά την επίσκεψή του «σταις φαμελιαίς Στορνάρη» ο Καραϊσκάκης πληροφορήθηκε επί πλέον ότι βρίσκονταν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση και ζήτησαν από αυτόν και πέτυχαν για ανακούφισή τους δάνειο που ανερχόταν στο ποσό των 6.000 γροσίων.

–           Συναντήθηκε, κατά σχετική μαρτυρία με τον Νότη Μπότσαρη ο οποίος είχε φθάσει στο νησί για να επιδώσει στον Βύρωνα που διέτριβε σε αυτό, γράμμα της Διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας, από τον Α. Μαυροκορδάτο, με το οποίο προσκαλιόταν να μεταβεί στο Μεσολόγγι. Κατά την ίδια μαρτυρία, οι δυο άνδρες, Νότης Μπότσαρης και Γ. Καραϊσκάκης, σε συνάντησή τους με τον Βύρωνα, ο τελευταίος τους ομολόγησε, μάλιστα στο Μπότσαρη, ότι επιθυμεί «να ιδή το σώμα όλων των Σουλιωτών ενωμένον και τότε να ήναι βέβαιος ότι δι’όσον καιρόν θέλει τους υποσχεθή οι μισθοί δίδονται από αυτόν». Και από τους δυο άνδρες επίσης, ο Βύρων πληροφορήθηκε «και έμαθε ποιά δύναμις ημπορεί να εύγη από την Δυτικήν Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων των Αγράφων και του Ασπροποτάμου και ως πόσον μηνιαίον είναι αρκετόν δια κάθε στρατιώτην και τα παρόμοια…».

–           Αντιμετώπισε τέλος ο Καραϊσκάκης κατά την παραμονή του στο Αργοστόλι την εχθρότητα και το μίσος των αντιπάλων του, μάλιστα του Ράγκου, ο οποίος με την υποστήριξη του Α. Μαυροκορδάτου πέτυχε την κυριαρχία του στα Άγραφα, κατάκτηση του Καραϊσκάκη και ταυτόχρονα καταδίωξε απηνώς όσους διέκειντο φιλικά στον Καραϊσκάκη. Τότε, όταν ακόμη ο Καραϊσκάκης βρισκόταν για θεραπεία στο Αργοστόλι «οι καλοί πατριώτες έστειλαν έγγραφο στην Αγγλική διοίκηση της Κεφαλονιά παριστάνοντάς τον ως επικίνδυνο κακούργο και ζητώντας από αυτήν τη φυλάκισή του». Τότε μάλιστα επίσης ο Καραϊσκάκης, αγανακτισμένος, αποφάσισε να διακόψει την παραμονή του στην Κεφαλονιά επειγόντως, να φθάσει το γρηγορότερο στο Μεσολόγγι για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στην περιοχή των Αγράφων και να εκδικηθεί τους αντιπάλους του.

Από το Αργοστόλι ο Καραϊσκάκης με τη συντροφιά και του γιατρού Millingen ξεκίνησε για το Μεσολόγγι στις 8 Δεκεμβρίου 1823, κατά μαρτυρία του γιατρού, επιχειρώντας αυτό το ταξίδι χωρίς να λογαριάζει την επικίνδυνα κλονισμένη υγεία του και τον κίνδυνο να εκτεθεί σ’ ένα τόσο μακρινό και κοπιαστικό ταξίδι, στην καρδιά του χειμώνα επειγόμενος να φθάσει το γρηγορότερο στο Μεσολόγγι να εκδικηθεί τον αντίπαλό του Ράγκο, που κυριάρχησε με τη βοήθεια του Μαυροκορδάτου στα Άγραφα, τα οποία θεωρούσε «νόμιμη κατάκτησή του», αλλά και την ίδια την κυβέρνηση, κατά την οποίας ξέχυνε τη μανία του για τον αδικαιολόγητο παραμερισμό του .

Ταξιδεύοντας ο Καραϊσκάκης με τον γιατρό προς Μεσολόγγι, αναγκάστηκαν με το πλοίο που τους μετέφερε, να προσαράξουν στην Κεφαλλονίτικη κωμόπολη Αγία Ευφημία, από κακοκαιρία που τους βρήκε, και η οποία δεν τους επέτρεψε προσωρινά να συνεχίσουν το ταξίδι πριν αυτή κοπάσει. Στην Αγία Ευφημία το πλοίο παρέμεινε μια μέρα, πιθανότατα στις 9 Δεκέμβρη 1823. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους από το Αργοστόλι και κατά την μονοήμερη παραμονή τους στην Αγία Ευφημία, αναπτύχθηκε, πάντοτε κατά μαρτυρία του Millingen, μια ειλικρινής φιλία . Τότε ο Καραϊσκάκης ξεδίπλωσε στον Millingen τον γνήσιο και πραγματικό ανθρώπινο εαυτό του και τα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Στις συνομιλίες των δυο ανδρών ο Καραϊσκάκης εξέφρασε απροσχημάτιστα και ανυπόκριτα την εχθροπάθειά του προς τον Ράγκο και την Διοίκηση της Δ. Ελλάδας – Μαυροκορδάτο- και σε τέτοιο βαθμό ώστε, πάντοτε κατά την μαρτυρία του γιατρού, ο Καραϊσκάκης κατά την έκφραση αυτής της εχθροπάθειάς του «είχε τόση έξαψη καμμιά φορά» που ενώ μόλις μια στιγμή πρωτύτερα «μπορούσε να συρθεί στην κάμαρα του πλοίου» πηδούσε ξαφνικά στο άλογο και γινόταν «ο ίδιος παληός» παρά «τη λιγνή και σκελεθρωμένη όψη του». Τότε βρήκε ο Καραϊσκάκης την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το γνήσιο λαϊκό πνεύμα του με τα χωρατά του και άλλες ειλικρινείς ομολογίες του. Ήταν πάντοτε, κατά τον Millingen, ντυμένος με «ακριβά στολίδια και άρματα». Καυχιόταν για τον τρόπο που τα απόκτησε, ιδιαίτερα επιδεικνύοντας το διαμαντένιο δακτυλίδι που άξιζε περισσότερο από 1500 κολωνάτα –ισπανικά δολάρια (spanish dollars), το σάλι και το γουναρικό που τόχε πάρει από τον αγά της Λάρισας. Καυχιόταν για την καταγωγή του ότι ήταν νόθος, σαν αυτό να ήταν κανένα μεγάλο αξίωμα που παρείχε στον κάτοχό του κάποια υπεροχή. Αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος με τα χωρατά του «έπαιζε με τα ερωτικά παιγνίδια της μάνας του με έξοχο πνεύμα και με τον πιο αστείο τρόπο», ομολογώντας τις ερωτικές της περιπέτειες με τον υποθετικό πατέρα του .

Με την υποχώρηση της κακοκαιρίας, πιθανότατα στις 10 Δεκέμβρη, το πλοίο τους αναχώρησε από την Αγ. Ευφημία με κατεύθυνση την απέναντι δυτική ακτή της Ιθάκης όπου και προσορμίστηκε στη θέση Αετός, στα ριζά ενός βουνού. Μια γυναίκα στην υπηρεσία του Καραϊσκάκη για να τον περιποιείται στην αρρώστια του, μόλις το πλοίο προσορμίστηκε στην Ιθακήσια ακτή, άπλωσε στα βότσαλα της ακρογιαλιάς ένα πρόχειρο στρωσίδι. Μια, γρήγορα ετοίμασε ένα πρόχειρο φαγητό, ενώ δυο άλλες «χαμάληδες» γυναίκες που έφτασαν εκεί επίτηδες κουβάλησαν τις αποσκευές .

Από τον Αητό, ο Καραϊσκάκης, ο Millingen και οι συνοδοί τους ανέβηκαν σε ένα δασωμένο πυκνό ψήλωμα, είδαν στ’ αριστερά τους τα ερείπια της παλαιάς πολιτείας του Οδυσσέα και σε συνέχεια οι δυο άνδρες χωρίστηκαν με την πληροφόρηση του Καραϊσκάκη στον Millingen ότι δεν θα συνέχιζε το ταξίδι στο Μεσολόγγι, αλλά θα παρέμενε στην Ιθάκη για λίγες βδομάδες, πιθανότατα στο Κιόνι, όπου και ο «αδελφός» και «κουμπάρος» του και όπου θα έφταναν από το νησάκι Κάλαμος τα μέλη της οικογένειάς του.

Τελικά ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στο Μεσολόγγι από το ταξίδι του στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη περί τα τέλη του 1823 κατά τις αρχές 1824. Τότε αντιμετώπισε την εχθρότητα και το μίσος του Αλ. Μαυροκορδάτου, ο οποίος τον κατηγόρησε, τότε, για δήθεν συνεργασία του με Τούρκους για να επανακτήσει τ’ Άγραφα, με αποτέλεσμα να τον εισάγει σε δίκη με επιτροπή συγκείμενη από έμπιστούς του «ως ένοχο εσχάτης προδοσίας» και να καταδικαστεί «ως επίβουλος και προδότης της πατρίδος με στέρηση όλων των βαθμών και αξιωμάτων του». Αργότερα ο Γ. Καραϊσκάκης, ο κατά τον Αλέξ. Μαυροκορδάτο προδότης, ανακηρύχτηκε από την κυβέρνηση Ζαΐμη αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας. Αναζωπύρωσε την επανάσταση σε αυτήν. Δημιούργησε το στρατόπεδο της Ελευσίνας, μοναδικό σε όλη τη διάρκεια του αγώνα της Εθνικής μας Αποκαταστάσεως σε πειθαρχία και δυναμικότητα. Προσπάθησε να μετατρέψει τον Κιουταχή από πολιορκητή της Ακρόπολης των Αθηνών, σε πολιορκούμενο αποκόπτοντας τον ανεφοδιασμό του σε πολεμικά εφόδια, άνδρες και τροφές από τη Θεσσαλία και την Εύβοια. Πάσχισε να ματαιώσει τις επιδιώξεις τής τότε αγγλικής πολιτικής, η οποία αποσκοπούσε στη δημιουργία ισχνότατου ελληνικού κρατιδίου μόνο με την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες και χωρίς τη Στερεά Ελλάδα. Και τραυματισμένος θανάσιμα στις 23 Απρίλη του 1827 στο Ν. Φάληρο – Καστέλα, υπέκυψε τελικά στο θάνατο, ο οποίος από αρκετούς θεωρήθηκε και θεωρείται ως δολοφονία.

Επιλογικά συμπεράσματα

Ένα πρώτο πολυσήμαντο, κατά τη γνώμη μας, επιλογικό συμπέρασμα και μια πρώτη ιστορική αντικειμενική διαπίστωση εξάγεται από τις σχετικές μαρτυρίες οι οποίες αφορούν στην προσωπικότητα του Γ. Καραϊσκάκη και, επί του προκειμένου, κατά τη δίμηνη περίπου παραμονή του στην Κεφαλλονιά και στην Ιθάκη (Οκ.-Δεκ. 1823), και ειδικότερα κατά την μονοήμερη παραμονή του στην Αγία Ευφημία, συντροφιά με τον γιατρό Millingen είναι: απομακρυσμένος από τις μηχανορραφίες και τις δολοπλοκίες των θανάσιμων αντιπάλων του με κορυφαίους τον Ράγκο και τον Αλ. Μαυροκορδάτο κατέδειξε ότι ήταν, από τότε, και παρέμεινε μέχρι και το θάνατό του «ένα σε μοναδικές διαστάσεις γνήσιον τέκνον και προϊόν – απεικόνισμα του επαναστατημένου ελληνικού λαού. Παρά την επικίνδυνα καταπεπονημένη υγεία του από τις πολεμικές κακουχίες και την αρρώστια του, ξεπερνώντας τα όποια και όσα εμπόδια παρενεβάλονταν, παρουσίασε στην Κεφαλλονιά και την Ιθάκη τον πραγματικό, «λαϊκό» εαυτό του, ως γνήσιο παιδί του Ελληνικού λαού και της Επανάστασής του, απλός, ανεπιτήδευτος, ειλικρινής και ανυπόκριτος, με τα χωρατά του και το οξύ πνεύμα του, κατά τις μαρτυρίες και του Millingen, ελευθερόστομος, ναρκισσευόμενος, με τα πλούσια στολίδια και άρματα, περήφανος για την καταγωγή του, την οποία με χωρατά ομολογούσε «σαν κάποιο μεγάλο αξίωμα».

Σε τελευταία ανάλυση από τις μαρτυρίες του Millingen, από την αλληλογραφία του με τον «αδελφό» και «κουμπάρο» του «σιορ Φωκά» στο Κιόνι της Ιθάκης και από τις δραστηριότητές του στο Αργοστόλι καταγράφεται ο Καραϊσκάκης ένας λαϊκός ηγέτης, πατριώτης με όραμα τη λεφτεριά της πατρίδος ξεπερνώντας συκοφαντίες και δίκες και καταδίκες, προς τον οποίο ευγνωμόνως θα στρέφονται πάντοτε η σκέψη και ο λογισμός του Ελληνικού Έθνους, αντλώντας από αυτόν τη δύναμη για την αειφόρα συνέχιση της ιστορικής του πορείας.

Πηγή: Δρ. Σπύρος Λουκάτος / www.ithacanews.gr